- ετερόρροπος
- -ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)1. ετερορρεπήςαρχ.1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπατα ακρωτηριασμένα μέλη3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.επίρρ...ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)ετερορρεπώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφί-ρροπος, αντί-ρροπος].
Dictionary of Greek. 2013.